μελισσοφάτνη

μελισσοφάτνη
μελισσο-φάτνη, ,
A beehive, Hsch. s.v. κυψελίδες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελισσοφάτνη — μελισσοφάτνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κυψέλη μελισσών …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοφάτναι — μελισσοφάτνᾱͅ , μελισσοφάτνη beehive fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”